Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Κ. 43












Η λιακάδα που με καλωσορίζει είναι υπέροχη. -16 βαθμούς, αλλά ένα πεντακάθαρο γαλάζιο και ένας ήλιος γλυκός. Φτάνω στο κέντρο και πηγαίνω στο τυπικό μέρος που μένω, το Hostel Erottajanpuisto. Κάνω βόλτα τριγύρω και μετά το φαγητό περνάω για καφέ από το dtm (don’t tell your mother) ένα από τα παλιότερα και φιλικά lgbt στέκια του Helsinki για καφέ ή για clubbing στη συνέχεια. Μετά από λίγη ώρα πιάνω κουβέντα με τον χαριτωμένο μεσήλικα μπάρμαν που μου προτείνει να περάσω κατά τις 8 που θα έχει διαγωνισμό eurovision. Μάλλον θα κοιμάμαι εξαιτίας του ταξιδιού του απαντώ αλλά θα περάσω αργότερα, όπως και συμβαίνει το ίδιο βράδυ.

Το club γεμίζει αργά. Τα φινλανδάκια παρά τις φήμες περί αντιθέτου βγαίνουν αργά. Πίνω την μπύρα μου και χαζεύω τις παρέες που κινούνται τριγύρω και χορεύουν στην κεντρική πίστα. Χαζεύω έναν πιτσιρικά που μέσα στη θάλασσα των ξανθών αγοριών, ξεχωρίζει με τα μεσογειακά του χρώματα. Γελάει με μια υπέροχη ευδαιμονικότητα και μου αντιγυρίζει το βλέμμα συχνά καθώς για πολύ ώρα και με προσήλωση τον κοιτώ. Αποφασίζω να του μιλήσω, τρίτη μπύρα πια, και όταν τον πλησιάζω τον ρωτώ αν έχει φίλο. Μου απαντά θετικά και του λέω πως απλά χάρηκα που του μίλησα. Μαζεύω τα κομμάτια της τραυματισμένης μου αυτοπεποίθησης και οδεύω κατευθείαν για κατούρημα. Αποφασίζω να μην καταθέσω τόσο εύκολα τα όπλα και να μην περάσω μαζί με την απογοήτευσή μου το υπόλοιπο της βραδιάς και πάνω στην τέταρτη μπύρα, με συναντά ξανά ο απογευματινός μπάρμαν. Με ρωτά πια είναι η εντύπωσή μου από το μέρος και ενώ εκφράζομαι θετικά, εξηγώντας του πως δεν έχω κάποιες άλλες διαφορετικές εμπειρίες, μου αναφέρει το Herkules.

Aν και φεύγει την άλλη μέρα για Ισπανία μου προτείνει να με συνοδέψει εκεί, που ουσιαστικά δεν είναι και πολύ μακριά. Δέκα λεπτά αργότερα στην είσοδο του club, παρακάμπτουμε μια μακρά ουρά παγωμένων Φινλανδών εξαιτίας των συναδελφικών του σχέσεων και μπαίνουμε κατευθείαν μέσα. Το περιβάλλον είναι ουσιαστικά πιο διαφορετικό και αφορά τους τριάντα και πάνω. Προχωράμε ανάμεσα σε παρέες που γνωρίζει και χαιρετά, ένας αθλητικός άντρας σηκώνεται και χορεύει για κάποια δευτερόλεπτα, αργά και ερωτικά, όπως μόνο ελάχιστοι νομίζω μπορούν να εκφράσουν απόλυτα.

Είμαστε μπροστά στον έτερο φίλο μπάρμαν του μπάρμαν και παραγγέλλω την επόμενη μπύρα της βραδιάς. Χωριζόμαστε στην πορεία και βρίσκω μια θέση στην άκρη ενός καναπέ και χαζεύω τον κόσμο που περνά από μπροστά μου. Μετά από λίγο και ενώ αρχίζω να αισθάνομαι ένα μίγμα παραίτησης και βαρεμάρας βλέπω μέσα από την αδιάκοπη ροή των ανθρώπων έναν άντρα με κάτι ακαθόριστα ιδιάιτερο. Κοιταζόμαστε σταθερά, και προχωρά στο εσωτερικό. Πάλι μόνος. Ένας άλλος με κοιτά επίμονα για ώρα και ενώ ξαναγυρίζω πάνω του το βλέμμα μου, μου κάνει νόημα τον ακολουθήσω μέσα. Γιατί όχι. Στη διαδρομή περνάω μπροστά από αυτόν που μου είχε αρέσει πιο πριν και του τσουγκρίζω το ποτήρι ασυναίσθητα. Ξαφνιάζεται, δε γελά.

Μπαίνουμε τουαλέτα με τον άλλο, μπαίνει πρώτος σε μια καμπίνα που αδειάζει, μπαίνω στην επόμενη όταν αδειάζει και αυτή. Κατουρώ, όταν βγαίνω δεν είναι πια εκεί, αυτό με κάνει όμως να αισθάνομαι καλύτερα. Είναι ώρα για τη επόμενη μπύρα. Πάλι στον καναπέ πίσω χαζεύω τον κόσμο. Και περνά ξανά εκείνος, και μάλλον στο έξω μου νομίζω πως γελάω αποφασιστικά. Μέσα μου ξέρω πως το κάνω οπωσδήποτε. Και με προσπερνά. Τα νευρά μου. Τώρα παλιοφινλαδέ σκέφτομαι, θα σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία γιατί είσαι και φινλανδός, τι φταις και εσύ. Ακολουθώ την πορεία του, τον βλέπω να μιλάει με κάποιον άλλο, τον προσπερνώ και κάθομαι σε ένα στουλ σε κοντινή απόσταση πιο πίσω.

Και ναι κάποια στιγμή ολοκληρώνει την κουβέντα, χαιρετά τον συνομιλητή του και έρχεται να κάτσει μαζί μου. θα μου πει μετά πως στην αρχή κόλλησε μαζί μου γιατί με είδε να κάθομαι σκοτεινός και μελαγχολικός. Περνάμε καλά, παίρνει μια μπύρα ακόμα, εγώ δεν θέλω άλλη πια, και μιλάμε, γελάμε. Έχει επιστρέψει μετά από αρκετά χρόνια στο εξωτερικό και είναι σημαντικά πιο εξωστρεφής και εύγλωττος από το σύνηθες για φινλανδό. Το club ετοιμάζεται να κλείσει και του προτείνω να διαλέξει ή θέλει να κοιμηθεί μαζί μου ή να βγούμε για φαγητό την επομένη. Μου λέει πως είναι λίγο αργός σε αυτά αλλά πως θα θελε να φάει μεσημεριανό μαζί μου. Φεύγουμε, στην έξοδο φιλάω το γνωστό μου μπάρμαν που μεθυσμένος και χαμογελαστός είναι χαμένος στην παρέα του. Κοιμάμαι όμορφα.

Την επόμενη μέρα συναντιόμαστε για καφέ στο Εkberg στη Bulevardi, αγαπημένος δρόμος πλέον, και κάνουμε μια μεγάλη βόλτα στη θάλασσα και το κέντρο συζητώντας. Τα περισσότερα εστιατόρια είναι κλειστά τις Κυριακές. Με καλεί σπίτι του για branch και μετά από λίγο αφού έχουμε πάει για τις σχετικές προμήθειες, ανηφορίζω τις σκάλες ενός όμορφου κτηρίου Αrt Νouveau στην καρδιά της πόλης. Τον παρακολουθώ να μαγειρεύει, καθώς κάθομαι πάνω σε ένα σκαμπό μπροστά σε ένα επιβλητικό για το ύψος του παράθυρο.

Βγάζει ένα μπουκάλι σαμπάνια από το ψυγείο (με ξαφνιάζει) για να κάνουμε το branch πιο νεοϋορκέζικο, όπως μου λέει και τον βοηθώ στο στρώσιμο του τραπεζιού. Μιλάμε για τις ζωές, για τις σχέσεις μας, σοβαρεύουμε ενδιάμεσα αλλά και γελάμε πολύ. Σε λιγότερο από μια ώρα έρχονται στο σπίτι ένα ζευγάρι φίλων του και η κουβέντα συνεχίζεται με πολύ χιούμορ και πειράγματα. Αυτός ο άντρας με εκπλήσσει συνέχεια, όταν γελάει είναι ένας άλλος άντρας. ‘Oπως μου εξηγούν έχουν το προγραμματισμένο cultural meeting που κάνουν μια φορά το μήνα. Με καλούν να τους συνοδέψω στο Κaapeli , παλιό εργοστάσιο καλωδίων, που αποτελεί ένα δυναμικό πολιτιστικό κέντρο στην καλλιτεχνική περιοχή του παλιού λιμανιού. Περνάω όμορφα με τους φίλους του και περνάνε και αυτοί μαζί μου. Παρακολουθούμε τη δουλειά μιας σύγχρονης χορογράφου που στο συγκεκριμένο έργο είχε δουλέψει με ερασιτέχνες και ηλικιωμένα άτομα. Μετά πίνουμε καφέ όλοι μαζί πριν χωρίσουμε ενώ με ρωτά αν πιθανόν θα θελα να κάνουμε κάτι αργότερα.

Κοιμάμαι στο dormitory του χόστελ που είναι άδειο από άλλους ταξιδιώτες. Βυθίζομαι σε μια νάρκη γλυκιά. Βράδυ πια θα βρεθούμε σε μια όμορφη τρατορία του κέντρου, θα επιμείνω να πληρώσω, θα περάσουμε ξανά όμορφα. Στο δρόμο θα μου προτείνει ένα τελευταίο ποτό.

Και θα με πιάσει θυμός. Πάλι.

Δεν ξέρω τι θέλει αυτός ο άντρας από μένα που με έχει αγγίξει μόνο φευγαλέα, όπως σε σκουντάει βιαστικά ένας φίλος, δε με έχει φιλήσει, που μοιάζει να απολαμβάνει την παρέα μαζί μου, που μοιάζει όμως να με αποφεύγει. Και θυμώνω επιπλέον, και πετώ το κομμάτι της πίτσας που κρατώ σε σακούλα μαζί μου. Αποφάσισε τι θες ή τι δε θες μαζί μου, του λέω. Οι άνθρωποι είναι μαζί γιατί το θέλουν και γιατί το επιλέγουν και γιατί είναι όμορφο. Με κοιτά προσεκτικά, μου λέει να ηρεμίσω και ότι μπορούμε να πάμε σπίτι του να συνεχίσουμε γι αυτό το τελευταίο ποτό. Στάση για σοκολάτες.

Ανεβαίνουμε πάνω, ανοίγει κόκκινο κρασί, ανάβω κεριά, βάζει μουσική, χαλαρώνουμε στον καναπέ. Τον αγγίζω, τον μπουκώνω σοκολάτες, μιλάμε, τον χαϊδεύω, φιλιόμαστε.

Πώς αισθάνεσαι τον ρωτώ. Χάλια, μου απαντάει :)

Με καλεί στο κρεβάτι του, τον περιμένω να επιστρέψει από το μπάνιο χαζεύοντας την Ηelsinki Sanomat. Ήχος από τα νερά του ντους.

Θα έρθει πλυμένος, θα πετάξω τη βρεγμένη πετσέτα του και Θα ξαπλώσω πάνω σε ένα άγνωστο ζεστό σώμα. Θα χύσω μου λέει, δε σταματώ, Θέλεις να χύσω στο στόμα σου επαναλαμβάνει πνιχτά, δε σταματώ και πάλι. Χύνει βογκώντας στο στόμα μου, δε θέλω να σταματήσει, δε θέλω να σταματήσω. Ανασηκώνομαι και του σταλάζω τα χύσια του πάνω στα χείλη του, disgusting μου λέει, τα αδειάζω στον θώρακα του, καθαρίζω τη γλώσσα μου στο δέρμα του, σκουπίζω το στόμα μου και τον σκουπίζω με την πετσέτα. Αυτό στα ελληνικά το λέμε χύσι του λέω και του χαμογελώ... Λίγο αργότερα τον νιώθω να σκληραίνει και πάλι καθώς τον κρατώ σφιχτά στη χούφτα μου, με φιλά ζωηρά καθώς είμαστε ξαπλωμένοι αντικριστά και το χέρι του παλινδρομεί πάνω στο δικό μου πούτσο.


Το ίδιο βράδυ περπατάω σε ένα ήρεμο και σκοτεινό Χελσίνκι. Ξεκούμπωτο το παλτό. Minus degrees αλλά είμαι ζεστός.